Διαβάτες

Διαβάτες
Συστάδα βραχονησίδων των Δωδεκανήσων. Βρίσκονται κοντά στη δυτική ακτή στης Σύμης, στο ακρωτήριο Πήδημα. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Σύμης του νομού Δωδεκανήσου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρατολάτης — ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν αυτός που τού αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στρατ ελάτης < στράτα + ελάτης / ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτο λάτης] …   Dictionary of Greek

  • Sergitsi — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Bild fehlt Sergitsi (Σεργίτσι) Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Nordägäische Inseln Geographische Lage …   Deutsch Wikipedia

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • ανεμπαίζω — κ. ανα (Μ ἀνεμπαίζω) 1. εμπαίζω, περιγελώ παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους) 2. εξαπατώ …   Dictionary of Greek

  • διαβάστρα — η σανίδα που τοποθετείται πρόχειρα πάνω από λάκκο, τάφρο κ.λπ. για να περάσουν διαβάτες ή για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων, κν. μαδέρι …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • λιτυέρσης — λιτυέρσης, ὁ (Α) 1. φρυγικής προέλευσης άσμα τών θεριστών 2. ως κύριο όν. Λυτυέρσης νόθος γιος τού βασιλιά Μίδα, ο οποίος ανάγκαζε τους διαβάτες να αγωνιστούν μαζί του στον θερισμό και μετά, αφού τούς νικούσε, έδενε τα κεφάλια τους στα δεμάτια,… …   Dictionary of Greek

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • Άμυκος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Βεβρύκων (μυθική φυλή της Μικράς Ασίας). Ο Ά. υποχρέωνε κάθε ξένο που περνούσε τυχαία από τη χώρα του να πυγμαχήσει μαζί του· τους νικούσε όλους ανεξαιρέτως και μετά τους σκότωνε …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”